πιπεραζίνη

πιπεραζίνη
η, Ν
χημ. άλλη ονομασία τής οργανικής ένωσης διαιθυλενοδιαμίνη, αλλ. πιπεραζιδίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. piperazine < piperidine (βλ. λ. πιπεριδίνη) + ένθημα az- < azote «άζωτο». Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαιθυλενοδιαμίνη ή πιπεραζίνη — Κυκλική ένωση του τύπου C4H10N2. Είναι ασθενής δισόξινη βάση, με μορφή άχρωμου κρυσταλλικού υγρού, ευδιάλυτου στο νερό αλλά και σε οργανικούς διαλύτες. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στη χημική βιομηχανία για την παρασκευή εντομοκτόνων και ως… …   Dictionary of Greek

  • πιπεραζιδίνη — η, Ν χημ. η πιπεραζίνη …   Dictionary of Greek

  • χημειοθεραπεία — Μέθοδος θεραπείας που, βασίζεται σε βιολογικές, χημικές και ιατρικές γνώσεις, ερευνά και ετοιμάζει την παραγωγή ουσιών, που έχουν την ιδιότητα να δρουν τοξικά επί μικροβίων, ιών μεγάλου μεγέθους, ελμίνθων, πρωτοζώων, χωρίς να προκαλούν βλάβη στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”